- ἀνομοθέτητος
- ἀνομοθέτητοςunregulated by lawmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανομοθέτητος — η, ο (Α ἀνομοθέτητος, ον) 1. αυτός που δεν ορίστηκε, δεν διευθετήθηκε με νόμο 2. αυτός που δεν προσαρμόζεται στα νομοθετημένα, αρρύθμιστος … Dictionary of Greek
ανομοθέτητος — η, ο αυτός που δε νομοθετήθηκε, δεν καθιερώθηκε με νόμο: Η θέση που ζητούσε να πάρει ήταν ακόμη ανομοθέτητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνομοθέτητον — ἀνομοθέτητος unregulated by law masc/fem acc sg ἀνομοθέτητος unregulated by law neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομοθετήτῳ — ἀνομοθέτητος unregulated by law masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομοθέτητα — ἀνομοθέτητος unregulated by law neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθέσπιστος — η, ο (Μ ἀθέσπιστος, ον) [θεσπίζω] αυτός που δεν θεσπίστηκε, ο ανομοθέτητος … Dictionary of Greek
αθεσμοθέτητος — η, ο [θεσμοθετώ] αυτός που δεν θεσμοθετήθηκε, δεν καθιερώθηκε με νόμο, ανομοθέτητος … Dictionary of Greek